χοιρίδιο ινδικό

χοιρίδιο ινδικό
(cavia cobaya). Κατοικίδιο τρωκτικό της οικογένειας των καβιδών. Προέρχεται πιθανότατα από την άγρια μορφή (cavia cutleri), που ζει ακόμα στο Περού, όπου εκτρεφόταν ευρύτατα από τους Ίνκας από τα πανάρχαια χρόνια, έτσι που οι Ευρωπαίοι όταν εισήλθαν στην Αμερική το βρήκαν διαδεδομένο ως κατοικίδιο ζώο. Το κατοικίδιο χ. έχει κοντόχοντρο σώμα, χωρίς ουρά· το κεφάλι σχεδόν δεν έχει λαιμό· τα πόδια είναι κοντά με μάλλον ανεπτυγμένα δάκτυλα. Οι κατοικίδιες φυλές, που έχουν μήκος 20-30 εκ. και είναι προικισμένες με 20 δόντια, διαφέρουν μεταξύ τους κατά το χρώμα και την ποιότητα του τριχώματος: στικτό λευκό και μαύρο, κοντό και απαλό στο κοινό χ., πολύ μακρύ και κυματοειδές στο χ. της Άγκυρας και ανορθωμένο και ενωμένο σε τούφες στο κατσαρό χ. Εξαιτίας της γονιμότητάς τους και της εύκολης εκτροφής τους, τα χ. χρησιμοποιούνται ευρύτατα για πειράματα φυσιολογίας και παθολογίας. Εκτός από το cavia culteri, άλλα άγρια είδη είναι το χ. της πάμπας (cavia pamparum), το χ. της Βραζιλίας (cavia aperea) και το χ. των Άνδεων (cavia tschudi). Τα άγρια χ. ζουν σε θαμνώδεις ορεινές ή πεδινές ζώνες, τρέφονται με χόρτα και με ρίζες και είναι πολύ δειλά·· είναι εσπερόβια και ζουν ενωμένα κατά ομάδες. Το κοινό ινδικό χοιρίδιο (cavia cobaya) χρησιμοποιείται ευρύτατα σε επιστημονικά πειράματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χοιρίδιο — το / χοιρίδιον, ΝΑ (υποκορ. τού χοίρος) μικρός στην ηλικία χοίρος, γουρουνάκι νεοελλ. 1. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων 2. φρ. «ινδικό χοιρίδιο» ζωολ. ο ινδόχοιρος αρχ. (και χωρίς υποκορ. σημ.) χοίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ινδικό χοιρίδιο — Μικρό τρωκτικό της οικογένειας των καβιίδων με κοντά πόδια, το οποίο ζει στη Νότια Αμερική. Υπάρχουν πολλά είδη ι.χ., το γνωστότερο από τα οποία είναι το κατοικίδιο καβίακοβαύα, που εκτρέφεται κυρίως στο Περού για το κρέας του. Άλλα είδη είναι η… …   Dictionary of Greek

  • ινδόχοιρος — Βλ. λ. ινδικό χοιρίδιο. * * * ὁ το ινδικό χοιρίδιο, μικρό τρωκτικό, με τέσσερα δάχτυλα στα μπροστινά πόδια και τρία στα πισινά, το οποίο χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο για τη δοκιμασία μικροβιακών παρασκευασμάτων, εμβολιασμών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική …   Dictionary of Greek

  • καβιίδες — (cavviides). Οικογένεια σκιουρομόρφων τρωκτικών ζώων τα οποία ζουν στις ορεινές περιοχές της Νότιας Αμερικής. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν δύο είδη, ο ινδόχοιρος ή ινδικό χοιρίδιο και ο δολιχώοτος ο παταγωνικός. Το πρώτο έχει κοντό και πολύχρωμο… …   Dictionary of Greek

  • καπιμπάρα ή υδρόχοιρος — (Hydrochoerus hydrochaeris). Θηλαστικό της οικογένειας των υδροχοιριδών (ο μεγαλύτερος εκπρόσωπός της), της τάξης των τρωκτικών. Ζει κοντά στα ποτάμια ύδατα του μεγαλύτερου μέρους της Νότιας Αμερικής και είναι ιθαγενές των τροπικών δασών του… …   Dictionary of Greek

  • τοξίνες — Ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, πρωτεϊνικής φύσης, που όταν εισχωρήσουν στον οργανισμό, εξαιτίας της παθογόνας δύναμής τους, προκαλούν διάφορες νόσους. Από τις ζωικές τ. αναφέρουμε: την αραχνολυσίνη (που παράγεται από την αράχνη), τη… …   Dictionary of Greek

  • ινδικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στους Ινδούς και στην Ινδία: Ινδικός ωκεανός. – Ινδική θρησκεία.  – Ινδική καρύδα. – Ινδικό χοιρίδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”